- παχυνέφελος
- -ον, Μαυτός που έχει χοντρά σύννεφα («τὸ πρόσωπο τοῡ...ἡλίου ἀχλύες παχυνέφελοι θολοῡσι», Κ. Μανασσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ-* + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. πολυ-νέφελος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek